ξεπαστρεύω

ξεπαστρεύω
μετ.
1) очищать (от грязи); убирать (помещение); 2) убивать; убрать, ухлопать (разг )

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξεπαστρεύω" в других словарях:

  • ξεπαστρεύω — ξεπαστρεύω, ξεπάστρεψα βλ. πίν. 17 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξεπαστρεύω — 1. καταστρέφω, εξοντώνω 2. δολοφονώ, σκοτώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + παστρεύω] …   Dictionary of Greek

  • ξεπαστρεύω — ξεπάστρεψα, ξεπαστρεύτηκα, ξεπαστρεμένος 1. καθαρίζω, σηκώνω, αφαιρώ, εξαφανίζω: Το ζιζανιοκτόνο ξεπάστρεψε όλα τα χόρτα από το χωράφι. 2. κλέβω, λεηλατώ: Μπήκαν στο μαγαζί οι λωποδύτες και το ξεπάστρεψαν. 3. σκοτώνω, εξοντώνω: Τον ξεπάστρεψαν… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καθαρίζω — (AM καθαρίζω) [καθαρός] 1. κάνω κάτι καθαρό, απαλλάσσω κάτι από τον ρύπο, από τη βρομιά, παστρεύω, σκουπίζω («καθαρίζω το σπίτι») 2. απαλλάσσω έναν τόπο από ξένον ή παρείσακτο 3. εξαγνίζω («και ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας καθάρισον καρδίαν», ΠΔ) νεοελλ. 1 …   Dictionary of Greek

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξεπάστρεμα — το [ξεπαστρεύω] 1. εξόντωση, καταστροφή 2. δολοφονία …   Dictionary of Greek

  • παστρεύω — 1. απαλλάσσω κάτι από τη βρομιά, καθαρίζω 2. μτφ. εξοντώνω, εξολοθρεύω, ξεπαστρεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. σπαστρ εύω* (με ανομοιωτική αποβολή τού αρκτικού σ ) < σπαρτ εύω «καθαρίζω με σκούπα από σπάρτο» (πρβλ. γλάστρα < γράστρα < γράστα… …   Dictionary of Greek

  • εξολοθρεύω — εξολόθρεψα και εξολόθρευσα, εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεμένος και εξολοθρευμένος, μτβ., καταστρέφω κάτι εντελώς, αφανίζω, εξοντώνω, ξεπαστρεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξοντώνω — εξόντωσα, εξοντώθηκα, εξοντωμένος, μτβ., κάνω κάποιον να μην υπάρχει, τον εξολοθρεύω, τον εξαφανίζω, τον ξεπαστρεύω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»